κοκκιαστός

κοκκιαστός
-ή, -ό [κοκκιάζω]
1. (για βέλος) αυτό που τοποθετείται στην εντομή τού τόξου για εκτόξευση
2. (για το τόξο) αυτό που έχει τοποθετημένο στην εντομή το βέλος για εκτόξευση
3. αυτός που έχει συνενωθεί κατά κόκκους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”